- ἐξαναφανδόν
- ἐξ-ανα-φανδόν: quite openly, Od. 20.48†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εξαναφανδόν — ἐξαναφανδόν (Α) [εξαναφαίνω] επίρρ. ολοφάνερα, εντελώς φανερά («ἐρέω δέ τοι ἐξαναφανδόν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
ἐξαναφανδόν — openly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)